- μπάιλος
- μπάϊλος και μπαΐουλος και μπαϊοῡλος και μπαλιός, ὁ (Μ)βλ. βάιλας.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπαΐουλος < λατ. baiulus «αχθοφόρος» (πρβλ. βαΐουλος), ενώ ο τ. μπάιλος < ιταλ. bailo «άρχοντας, κυβερνήτης» < λατ. baiulus (πρβλ. βάιλας)].
Dictionary of Greek. 2013.